- ακτινοβλησία
- (αγγλ. irradiation). Όρος με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η έκθεση ενός σώματος σε εκπεμπόμενη ακτινοβολία (radiation) ποικίλης φύσης. Στην περίπτωση αυτή η ακτινοβολία μεταφέρει την ενέργειά της στο υλικό σώμα που εκτίθεται στην επίδρασή της, το οποίο με τη σειρά του την απορροφά. Τέτοιες ακτινοβολίες εκπομπής μπορεί να είναι: υπέρυθρες ακτίνες, υπεριώδεις ακτίνες, ακτίνεςΧ,β, γ, νετρόνια κλπ. (Βλ. λ. ραδιενέργεια). Η έκθεση μπορεί να είναι συμπτωματική και οπωσδήποτε επιβλαβής (π.χ. γύρω από εργαστήρια ατομικής έρευνας) ή να κατευθύνεται και να ρυθμίζεται για θεραπευτικούς ή άλλους σκοπούς (π.χ. στη ραδιοθεραπεία, στην αποστείρωση τροφίμων, στη χημεία ακτινοβολιών). Η τεχνική και οι συσκευές μέτρησης της ποσότητας της ακτινοβολίας που απορροφάται αποτελούν τον κύριο σκοπό της δοσιμετρίας (Βλ. λ. δοσιμετρία).
Dictionary of Greek. 2013.